- περιδινούμενος
- περιδῑνούμενος , περιδινέωpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αελλής — ἀελλὴς κονίσαλος, ο (Α) (στον Όμηρο) περιδινούμενος κονιορτός, δίνη κονιορτού, σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταπλασμένος τ. τού ἀολλής με επίδραση τής λ. ἄελλα. Ο τ. ἀελλῆς πιθ. συνηρ. τ. αντί τού ἀελλήεις] … Dictionary of Greek